στίπα

στίπα
και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές και είναι χαρακτηριστικά τών ποωδών διαπλάσεων τών ημιάνυδρων περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. stipa < λατ. stup(p)a < στύππη (βλ. λ. στυππείο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στίπη — η, Ν βλ. στίπα …   Dictionary of Greek

  • στύπα — και στύπη, η, Ν βοτ. βλ. στίπα …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”